- παραφύσι(ν)
- επίρρ.1. πέρα από το φυσικό και συνηθισμένο, εναντίον τών φυσικών νόμων, αντίθετα από ό,τι επιβάλλει ή απαιτεί η φύση, υπερβολικά, υπέρμετρα2. (με κακή σημ.) η παρά φύσιν ασέλγεια, η παιδεραστία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. παρά την φύσιν].
Dictionary of Greek. 2013.